τσέργα

τσέργα
η
(λ. σλαβ.), μάλλινη κουβέρτα, βελέντζα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσέργα — η, Ν είδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tšerga < ρομαν. serga < λατ. sericus < σηρικός, ενώ κατ άλλους, < τουρκ. cerge] …   Dictionary of Greek

  • τσεργοθήκη — η, Ν ερμάρι ή άλλο έπιπλο για τη φύλαξη τών κλινοσκεπασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέργα + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • φλοκάτη — φλοκάτη, η και φλοκάτα, η (λ. ιταλ.) 1. παχύ (χοντρό) και βαρύ φλοκωτό πανωφόρι τσοπάνηδων και χωρικών, η κάπα, η καπότα: Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη (Α. Βαλαωρίτης). 2. είδος μάλλινης κουβέρτας φλοκωτής, τσέργα, βελέντζα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”